στεροπηγερέτα

στεροπηγερέτα
στεροπηγερέτης
masc nom sg (epic)
στεροπηγερέτᾱ , στεροπηγερέτης
masc nom/voc/acc dual
στεροπηγερέτης
masc voc sg
στεροπηγερέτᾱ , στεροπηγερέτης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεροπηγερέτα — ὁ, Α (επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ… …   Dictionary of Greek

  • στεροπηγερέταο — στεροπηγερέτᾱο , στεροπηγερέτης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”